- πλόιμος
- -η, -ο / πλόϊμος, -ον, ΝΜΑ, και πλώιμος / πλώϊμος, ΝΑ [πλόος/πλους]νεοελλ.αυτός που είναι κατάλληλος ή ευνοϊκός για ταξίδι με πλοίονεοελλ.-αρχ.(για ποτάμι) αυτός που μπορεί να τόν διαπλεύσει κανείς με πλοίο, πλωτόςμσν.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλόιμοντο πολεμικό ναυτικό2. φρ. α) «βασιλικὸν πλόϊμον» — ονομασία που έφερε στο Βυζάντιο η κύρια δύναμη τού πολεμικού ναυτικού, που είχε τη βάση της στον Βόσπορο και είχε ως διοικητή ανώτατο αξιωματικό, ο οποίος αρχικά έφερε τον τίτλο τού δρουγγαρίου τών πλοΐμων, ενώ προς τα τέλη τής αυτοκρατορίας είχε τον τίτλο τού μεγάλου δούκαβ) «θεματικὸν πλόϊμον» — εφεδρική δύναμη τού βασιλικού πλοΐμου που εξοπλιζόταν από τα θέματα, δηλαδή από τις μεγάλες στρατιωτικές και διοικητικές περιοχέςαρχ.1. (για ανθρώπους) αυτός που μπορεί να επιχειρήσει ένα ταξίδι με πλοίο2. (για πλοία) ο κα* τάλληλος να πλεύσει, αυτός που μπορεί να ταξιδέψει3. αυτός που παρέχει τη δυνατότητα για ταξίδι με πλοίο4. (για άνεμο) ευνοϊκός για πλου, ούριος5. (για ξύλο) κατάλληλος για ναυπήγηση πλοίων, ναυπηγίσιμος6. (για σκεύη ή εμπορεύματα) αυτός που μεταφέρεται με πλοίο7. φρ. α) «πλώϊμος [και πλόϊμος] γίγνεται» — ο καιρός γίνεται κατάλληλος για ταξίδι με πλοίοβ) «πλωϊμοτέρα γίγνεται [ή ἐστί]» — οι περιστάσεις γίνονται μάλλον ευνοϊκές για τη ναυτιλία.
Dictionary of Greek. 2013.